- συνερκτικος
- συνερκτικόςσυν-ερκτικός3досл. припирающий к стене, перен. убедительный
(Arph. - v. l. συνερτικός)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Arph. - v. l. συνερτικός)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνερκτικός — driving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερκτικός — ή, όν, Α βλ. συνερτικός … Dictionary of Greek
συνερτικός — και συνερκτικός, ή, όν, Α [συνείρω] (για ρήτορα) αυτός που συνδέει με δεξιοτεχνία τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του … Dictionary of Greek